- φλανέλλα
- η, Νβλ. φανέλα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φανέλα — και φλανέλλα, η, Ν 1. είδος χνουδωτού υφάσματος με ομαλή επιφάνεια ή με διαγώνιες ραβδώσεις πάνω σε αυτήν, υφασμένο με λαναρισμένα νήματα και με μέγεθος που ποικίλλει από πολύ λίγο μέχρι τόσο πολύ που να επισκιάζει την επιφάνεια τού υφάσματος… … Dictionary of Greek